Πιρς Πλόουμαν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πιρς Πλόουμαν
Σελίδα από εικονογραφημένο χειρόγραφο του 14ου αιώνα που απεικονίζει μυθικά πλάσματα στο δεξί περιθώριο και έναν άροτρο στο κάτω μέρος
ΣυγγραφέαςΟυίλλιαμ Λάνγκλαντ
ΓλώσσαΜέση αγγλική γλώσσα
Ημερομηνία δημιουργίας1370

Πιρς Πλόουμαν ή Το όραμα του Ουίλλιαμ για τον Πιρς Πλόουμαν (τίτλος πρωτοτύπου: William’s Vision of Piers Plowman) είναι αλληγορικό αφηγηματικό ποίημα γραμμένο στη μέση αγγλική γλώσσα από τον Ουίλλιαμ Λάνγκλαντ περίπου το 1360 - 1387. Αποτελείται από δύο μέρη με περίπου 7.000 ανομοιοκατάληκτους στίχους και χωρίζεται σε ενότητες που ονομάζονται passi (στα λατινικά «βήματα»). Το κύριο θέμα του ποιήματος είναι η αναζήτηση του ιδανικού της χριστιανικής ζωής. Παρουσιάζεται με τη μορφή μιας σειράς οραμάτων που αναφέρονται στην κοινωνική και πνευματική κατάσταση της Αγγλίας του τέλους του 14ου αιώνα και σατιρίζουν κοσμικές και θρησκευτικές προσωπικότητες της εποχής του που έχουν διαφθαρεί από την απληστία. [1]

Θεωρείται ένα από τα πρώτα σημαντικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας του Μεσαίωνα, μαζί με την ιπποτική μυθιστορία Ο σερ Γκαουέιν και ο Πράσινος Ιππότης και τις Ιστορίες του Καντέρμπερι (1387-1400) του Τζέφρι Τσώσερ. Το έργο περιέχει την πρώτη γνωστή αναφορά στη λογοτεχνική παράδοση μύθων του Ρομπέν των Δασών.[2]

Υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές του ποιήματος γνωστές ως κείμενα Α, Β και Γ. Το Β-κείμενο είναι η έκδοση που έχει υποστεί τις περισσότερες αλλαγές και αναθεωρήσεις από τον ίδιο τον συγγραφέα, που επέκτεινε το κείμενο Α κατά πάνω από 4.000 στίχους. Όπως φαίνεται από τον αριθμό των σωζόμενων χειρογράφων, περισσότερα από πενήντα, το ποίημα ήταν πολύ γνωστό στην εποχή του.

Περιεχόμενα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ποίημα - ένα μείγμα θεολογικής αλληγορίας και κοινωνικής σάτιρας - αναφέρεται στην αναζήτηση του αφηγητή-οραματιστή για την «αληθινή χριστιανική ζωή», η οποία παρουσιάζεται από τη σκοπιά της επικρατούσας μεσαιωνικής καθολικής κοσμοθεωρίας. Η αναζήτηση του αφηγητή προκαλεί μια σειρά από όνειρα και οράματα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια σύμβαση κοινή στη μεσαιωνική ποίηση, παρουσιάζοντας χαλαρά συνδεδεμένα οράματα του κοιμισμένου αφηγητή, στον οποίο εμφανίζονται διάφορες αλληγορικές μορφές, όπως οι προσωποποιήσεις των Επτά Θανάσιμων Αμαρτημάτων.[3]

Το ποίημα ξεκινά στους λόφους Μάλβερν, ένα τοπίο στο Γουόρστερσερ της Αγγλίας. Ο αφηγητής, ένας άντρας που ονομάζεται Γουίλ, (το οποίο μπορεί να γίνει κατανοητό είτε απλώς ως προσωπικό όνομα είτε ως αλληγορία για τη θέληση ενός ατόμου με την έννοια «επιθυμία, πρόθεση») αποκοιμιέται ξαπλωμένος κάτω από ένα δέντρο και βλέπει ένα όραμα ενώ κοιμάται. Στο όραμά του βλέπει έναν πύργο στην κορυφή ενός λόφου και ένα φρούριο σε μια βαθιά κοιλάδα. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο σύμβολα για τον παράδεισο και την κόλαση βλέπει ένα χωράφι γεμάτο ανθρώπους όλων των ειδών, αυτοί αντιπροσωπεύουν την ίδια την ανθρωπότητα.

Στο πρώτο μέρος του ποιήματος, εμφανίζεται ο Πιρς Πλόουμαν, ο ταπεινός αγρότης που αναφέρεται στον τίτλο - ένας απλός, τίμιος άνθρωπος που εκπληρώνει ταπεινά τα καθήκοντά του απέναντι στον Θεό και τους γείτονές του, αλλά δεν αισθάνεται βαθιά πνευματική κλήση - ο οποίος προσφέρεται ως οδηγός στην αναζήτηση της αλήθειας από τον αφηγητή. Ακολουθεί μια σατιρική αφήγηση των διαφορετικών τάξεων της κοινωνίας, μαζί με ένα όνειρο στο οποίο ο Βασιλιάς εμφανίζεται σαν γάτα και οι υπήκοοί του σαν ποντίκια που σκέφτονται πώς θα βάλουν κουδούνια στη γάτα. [4]

Το δεύτερο μέρος του ποιήματος εστιάζει στη μελέτη της ζωής τριών αλληγορικών χαρακτήρων που αναζητά ο Πιρς: Dowel (Πράξε καλά), Dobet ( Πράξε καλύτερα) και Dobest (Πράξε άριστα), δηλαδή αλληγορικές περιγραφές τριών διαφορετικών μονοπατιών ζωής, που συμβολίζουν αντίστοιχα: την ειλικρινή οικογενειακή ζωή, την παραίτηση από τα πάντα με σκοπό την πνευματική ανάπτυξη και τον συνδυασμό στοχασμού και δράσης.[5]

Ρεαλιστικά και αλληγορικά στοιχεία αναμειγνύονται με φαντασμαγορικό τρόπο και συχνά εκτρέπονται από τις πνευματικές σε διδακτικές παρορμήσεις του συγγραφέα με επιθέσεις κατά της πολιτικής και εκκλησιαστικής διαφθοράς (ιδιαίτερα των μοναχών). Τον 16ο αιώνα, όταν εκδόθηκε ως έντυπο βιβλίο, το έργο χρησιμοποιήθηκε για απολογητικούς σκοπούς από τους πρώτους Προτεστάντες.[1]

Τίτλος και συγγραφέας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι ο Πιρς Πλόουμαν γράφτηκε από τον Ουίλλιαμ Λάνγκλαντ, για τον οποίο λίγα είναι γνωστά. Αυτή η απόδοση βασίζεται κυρίως σε ένα χειρόγραφο του κειμένου Γ των αρχών του 15ου αιώνα που φυλάσσεται στο Κολλέγιο Τρίνιτι του Δουβλίνου, το οποίο αποδίδει το έργο σε κάποιον ονόματι Ουίλιαμ ντε Λάνγκλονντ:

«Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Στέισι ντε Ροκάιλ ήταν ο πατέρας του Ουίλιαμ ντε Λάνγκλονντ....Ο προαναφερθείς Ουίλιαμ έγραψε το βιβλίο με τίτλο Πιρς Πλόουμαν»

Άλλα χειρόγραφα ονομάζουν επίσης τον συγγραφέα ως Ρόμπερτ ή Ουίλλιαμ Λάνγκλαντ και Wilhelmus W. [6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]