Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στερόπη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πλειάδα Στερόπη
ΓονείςΤιτάνας Άτλας και Ωκεανίδα Πλειόνη
Αδέλφια
ΤέκναΟινόμαος

Στην ελληνική μυθολογία, με το όνομα Στερόπη (από την ομηρική λέξη (α)στεροπή = αστραπή ή στραφτάλισμα γυαλιστερών πραγμάτων) είναι γνωστά τα παρακάτω 7 διαφορετικά πρόσωπα:

  1. Μία από τις Πλειάδες, κόρες του Τιτάνα Άτλαντα και της Ωκεανίδας Πλειόνης. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ελλάνικο, η Στερόπη ή Αστερόπη ζευγάρωσε με τον θεό του πολέμου, θεό Άρη, και απέκτησαν μαζί ένα υιό, τον Οινόμαο (ο Πλούταρχος στους «Βίους παραλλήλους» αναφέρει και τον Εύηνο), ενώ, σύμφωνα με τον Παυσανία, η Στερόπη υπήρξε σύζυγος του Οινομάου: Στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία παριστανόταν (κατά την περιγραφή του Παυσανία) το ζεύγος Οινομάου-Στερόπης στα δεξιά του ίδιου του Δία, ενώ στα αριστερά στεκόταν η κόρη τους, Ιπποδάμεια.
  2. Κόρη του Κηφέα του Τεγεάτη, η οποία είχε πάρει από τον Ηρακλή ένα βόστρυχο (κοτσίδα) της Γοργώς για να υπερασπίσει την Τεγέα εναντίον εχθρικών επιδρομών. Και αυτή η Στερόπη απαντάται ως «Αστερόπη», αλλά και ως «Αερόπη». Σε νομίσματα της Τεγέας εικονίζεται η θεά Αθηνά να δίνει πλεξούδα της Μέδουσας στον Κηφέα ή στην Αστερόπη.
  3. Θυγατέρα του θεού Ηλίου, αδελφή της Πασιφάης. Η Στερόπη αυτή παντρεύτηκε τον Ευρύπυλο, βασιλιά της Κυρήνης, υιό του θεού Ποσειδώνα και της Κελαινώς. Τέκνα τους ήταν ο Λεύκιππος και ο Λυκάονας.
  4. Κόρη του Πλευρώνα και της Ξανθίππης (Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, Α 7, 7).
  5. Κόρη του Ακάστου και της Αστυδαμείας (Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, Γ 13, 3).
  6. Κόρη του Πορθάονα και πιθανή μητέρα των Σειρήνων (Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, Α 7, 10).
  7. Μία από τις Μαινάδες.


  • Ο αστεροειδής 233 Αστερόπη (233 Asterope), που ανακαλύφθηκε το 1883, πήρε το όνομά του από το πρώτο από τα μυθικά αυτά πρόσωπα.


Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το αντίστοιχο άρθρο της αγγλόγλωσσης Wikipedia
  • Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969, σελ. 682